ακηδιασμός

ακηδιασμός
ἀκηδιασμός, ο (Α) [ἀκηδιῶ]
1. αμέλεια, αδιαφορία
2. εξάντληση, εξασθένηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακηδιώ — ἀκηδιῶ ( άω) (AM) 1. γίνομαι νωθρός, αδιάφορος, αδιαφορώ 2. είμαι εξαντλημένος, εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδία. ΠΑΡ. αρχ. ἀκηδιασμός αρχ. μσν. ἀκηδιαστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”